- κρεβάτι
- Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του στρώματος.
Κατά την αρχαιότητα ήταν ένα είδος πολυτελείας και το χρησιμοποιούσαν μόνο οι προνομιούχες τάξεις. Ο λαός, αντίθετα, κοιμόταν στο δάπεδο, πάνω σε δέρματα ζώων. Στην αρχαία Ελλάδα το κ. (αρχ. κλίνη), άλλωστε, δεν χρησίμευε μόνο για τον ύπνο αλλά και για τα γεύματα, αφού οι αρχαίοι συνήθιζαν να τρώνε μισοξαπλωμένοι. Ο Όμηρος διακρίνει τα κ., ανάλογα με τη χρήση τους, σε τρεις κατηγορίες: τα δέμνια για την πρόχειρη ανάπαυση, τους κλιντήρες, δηλαδή τα ανάκλιντρα, και τα λέχη για τον ύπνο. Τα τελευταία ήταν αναπαυτικά και πολυτελή κ., στολισμένα με χρυσό, ασήμι και ελεφαντόδοντο. Στην αρχαιότητα η ονομασία κ. αφορούσε και το νεκρικό φέρετρο.
Τα ογκώδη και πολυτελή κ. ήταν επινόηση των λαών της Ανατολής, από τους οποίους διαδόθηκαν και στην αρχαία Ελλάδα. Τα κ. που χρησιμοποιούσαν οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι ήταν μπρούντζινα, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες, ενώ στα πόδια τους υπήρχαν στηθαία και σκαλισμένα κεφάλια ζώων. Τα αιγυπτιακά κ., όπως προκύπτει από αυτό που βρέθηκε στον τάφο του Τουταγχαμών, κατασκευάζονταν από έβενο και χρυσό. Από τον 5o αι. π.Χ. τα ελληνικά κ. άρχισαν σταδιακά να απλοποιούνται, γεγονός που οδήγησε στις λιτές κατασκευές του 4ου αι., χωρίς φανταχτερές διακοσμήσεις, με έμφαση στην πρακτικότητα. Οι αρχαίες πόλεις Χίος, Μίλητος και Κόρινθος υπήρξαν γνωστά κέντρα κατασκευής κ. και κλινοσκεπασμάτων. Οι κλινουργοί ή κλινοποιοί, όπως ονομάζονταν, ήταν κυρίως δούλοι και κατασκεύαζαν κ. πολλών τύπων και διαφορετικής ποιότητας, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν και τα νεκρικά, που δεν διέφεραν ιδιαίτερα από εκείνα των ζωντανών. Οι Έλληνες διέδωσαν τη χρήση των κ. και στους Ετρούσκους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν επιπλέον και τα φουσκωμένα με αέρα μαξιλάρια, στοιχείο άγνωστο για τους αρχαίους Έλληνες. Οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν μεγάλα ορειχάλκινα κ., τόσο ψηλά μερικές φορές που για να ανέβουν χρειάζονταν ένα σκαμνί ή μια μικρή σκάλα. Τα ρωμαϊκά κ., ανάλογα με τη χρήση τους, διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες: στο lectus triclinatis, πολυτελέστατο κ. που χρησίμευε στο φαγητό, στο lectus cubicularis για τον ύπνο και στο lectus lucubratorius για την εργασία (γραφή, ανάγνωση κλπ.). Τον 2o αι. π.Χ. ξεκίνησε η κατασκευή πολυτελών κ., επίχρυσων ή επάργυρων, στολισμένων με όστρακα και ελεφαντόδοντο. Η δημιουργία τους, χωρίς να είναι πάντα αποτέλεσμα ρωμαϊκών επινοήσεων, στηριζόταν και στα ελληνικά πρότυπα ή αποτελούσε παραλλαγή επίπλων που προέρχονταν από τις κατακτήσεις των Ρωμαίων. Ένας τέτοιος τύπος ήταν το γνωστό signa, συνδυασμός τριών κ., καθένα από τα οποία χωρούσε τρία άτομα. Στα χρόνια του Καρλομάγνου (768-814) χρησιμοποιούνταν πολυτελή κ., όχι όμως για φαγητό. Κατά τον Μεσαίωνα εμφανίστηκαν χτιστά κ., που έδιναν την εντύπωση ότι αποτελούσαν προέκταση του τοίχου. Τον 13o αι. τα κ. κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο και στις βόρειες χώρες της Ευρώπης έφεραν στέγη και περιβάλλονταν τριγύρω με κουρτίνες για να προφυλάσσουν από το κρύο. Στα χρόνια της Αναγέννησης τα κ. θεωρούνταν το κυριότερο έπιπλο του σπιτιού και τοποθετούνταν στη μέση των δωματίων. Σε πολλές περιπτώσεις, στο ξύλο είχαν φιλοτεχνηθεί ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον 16o αι. και μετά επικράτησε να σκεπάζονται με βελούδα και χρυσά κεντήματα. Στη Γαλλία αυτής της εποχής τα κ. αποτελούσαν έπιπλο τιμής και οι ηγεμόνες δέχονταν τον λαό ξαπλωμένοι πάνω σε αυτά· ο Λουδοβίκος ΙΔ’ είχε 413 τέτοια κ.
Τον 18o αι. το κ. συνιστούσε πλέον κοινό έπιπλο, κατά κανόνα ξύλινο και απέριττο. Αργότερα, για λόγους υγιεινής, επικράτησε η χρήση των μεταλλικών κ., οπότε ξεκίνησε η κατασκευή κάθε είδους κ. (ιατρικών, ορθοπεδικών, πτυσσόμενων κλπ.).
Γαλλικό κρεβάτι πολωνικού τύπου, κατασκευασμένο το 1875 για τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’ (Πύργος της Κομπιέν, Γαλλία).
Αγγλικό κρεβάτι του 18ου αι., κινεζικού στιλ, σχεδιασμένο από τον Τόμας Τσίπεντεϊλ (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Βενετσιάνικο κρεβάτι του 18ου αι. (Μουσείο του Βενετικού 18ου αι., Βενετία).
Κρεβάτι του καντονιού Γκριζόν, κατασκευασμένο στο Νταβός της Ελβετίας (περ. 1680).
Ολλανδικό «κρεβάτι με κούφωμα» του 17ου αι. (Fries Museum, Λέουβαρντεν).
Γαλλικό κρεβάτι του 17ου αι. (Πύργος του Μπρισάκ, Ανζού).
Το κρεβάτι της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και κρεββάτι, το (Μ κρεβάτιον και κρεβάτιν)1. έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος, κλίνη2. φέρετρο, νεκροκρέβατονεοελλ.φρ. α) «είμαι στο κρεβάτι» — είμαι άρρωστος, είμαι κλινήρηςβ) «κάθομαι στο κρεβάτι» — είμαι σε ανάρρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. κραβ(β)άτ-ιον, υποκορ. τού κράβ(β)ατος*, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -α- σε -ε-.ΠΑΡ. νεοελλ. κρεβάτα, κρεβατάκι, κρεβαταριά, κρεβατίνα, κρέβατος, κρεβατώνιο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κρεβατόστρωσιννεοελλ.κρεβατοκάμαρα, κρεβατομουρμούρα, κρεβατόστρωση. (Β' συνθετικό) νεοελλ. νεκροκρέβατο, ξυλοκρέβατο, σιδεροκρέβατο, χαμοκρέβατο].
Dictionary of Greek. 2013.